Παραμύθι για μεγάλους...

Πρόσφατα έλαβα ένα ενδιαφέρον μέιλ από μια πολύ αγαπημένη φίλη, η οποία φροντίζει πάντα να με κρατάει ενήμερη σε ιστορίες καθημερινής ανθρώπινης "προβατίλας"... Ευτυχώς που έχω κι αυτήν και διαβάζω και κάτι ενδιαφέρον για να ξυπνάω... Αυτή την ιστορία θα ήθελα να τη μοιραστώ μαζί σας (επισημαίνω ότι δεν έχω κανένα copyright, αλλά πιστεύω ότι αξίζει να δημοσιευτεί...)...

Τα γεγονότα που περιγράφονται ΕΧΟΥΝ απόλυτη ταύτιση με πρόσωπα και καταστάσεις... Τα συμπεράσματα δικά ΜΑΣ!!!!


Once upon a time…


…υπήρχε ένα βασίλειο με ένα χέστη Βασιλιά.

Ο Βασιλιάς είχε όλες τις φοβίες του κόσμου και άλλες τόσες. Περισσότερο όμως από όλα φοβόταν μη χάσει την εξουσία του.

Η δειλία του ήταν τόση που είχε πια γίνει αστείο ανάμεσα στους υπηκόους του. Είχαν βγάλει τραγούδια που εξιστορούσαν κωμικοτραγικές στιγμές της δειλής ζωής του, είχαν φτιάξει πρόχειρα θεατρικά που αναπαριστούσαν τις πιο αστείες εκδηλώσεις του φόβου του και υπήρχαν φήμες για ένα βιβλίο που κυκλοφορούσε στις φτωχογειτονιές του βασιλείο μέσα στο οποίο αναγράφονταν με λεπτομέρειες όλα εκείνα που τρόμαζαν το Βασιλιά.

Ο Βασιλιάς φοβήθηκε πως όλη αυτή η κατάφορη έλλειψη σεβασμού στο πρόσωπό του θα οδηγούσε μοιραία σε ένα μονάχα πικρό για εκείνον τέλος – ποιός θέλει έναν χέστη για βασιλιά άλλωστε; Δε μπορούσε να το επιτρέψει αυτό…

Στην αρχή λοιπόν διέταξε τους αξιωματικούς του να συγκεντρώσουν όλα τα βιβλία τους βασιλείου και να τα κάψουν στο μεγαλύτερο κήπο του βασιλείου – τον κήπο του παλατιού. Μετά από κάποιες αντιρρήσεις από την πλευρά των ευγενών που καταπνίγηκαν γρήγορα στο αίμα, τα βιβλία συγκεντρώθηκαν και άναψαν τη μεγαλύτερη φωτιά που είχε δει ποτέ το βασίλειο. Με τα βιβλία να μετατρέπονται σε στάχτη και καπνό και την απαγόρευση κυκλοφορίας νέων, οι άνθρωποι σιγά σιγά ξέχασαν να διαβάζουν. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια που δεν θυμόντουσαν πια ούτε πώς ήταν η αίσθηση του βιβλίου ενώ οι μικρότεροι σε ηλικία, δεν είχαν καν την ευκαιρία να γνωρίσουν αυτή την αίσθηση ώστε να τους λείψει.

Αλλά δεν ήταν αρκετό. Ο λαός χωρίς να μπορεί ή να ξέρει πια να γράφει τις σκέψεις του στο χαρτί, επικεντρώθηκε στη μουσική.

Χιλιάδες νέα τραγούδια γεννιόντουσαν καθημερινά και ταξίδευαν από στόμα σε στόμα. Υπήρχαν τραγούδια που μιλούσαν για το θερισμό που μέσα από τους στίχους τους έδιναν όλες τις πληροφορίες που χρειαζόταν ένας νέος αγρότης για να μάθει τα απαραίτητα για τη δουλειά, τραγούδια που μιλούσαν για την αγάπη και τον έρωτα, τραγούδια που θρηνούσαν και τραγούδια που έλεγαν ευχαριστώ στο Θεό. Περισσότερο από όλα όμως, υπήρχαν τραγούδια που εξιστορούσαν τη δειλή ζωή του Βασιλιά – και τα τελευταία αυξάνονταν ολοένα και περισσότερο καθώς τα χρόνια περνούσαν. Ένα βράδυ ο Βασιλιάς, τάχα μαγεμένος από τη μουσική δημιουργία των πιο ταλαντούχων τραγουδιστών του Βασιλείου τους κάλεσε στο παλάτι όπου μετά από ένα γερό γεύμα τους αποκεφάλισε και κρέμασε τα άψυχα σώματά τους στην είσοδο του κήπου ελπίζοντας πως θα λειτουργούσαν όπως τα σκιάχτρα για τα πουλιά – ότι θα έδιωχναν κάθε επιθυμία από τους ανθρώπους να τραγουδήσουν πια. Και το κατάφερε. Με τον καιρό τα τραγούδια σταμάτησαν να ακούγονται στις γιορτές και τις αγορές του βασιλείου, οι ευγενείς σταμάτησαν να προσλαμβάνουν διασκεδαστές για τις επαύλεις τους και οι φτωχογειτονιές κάτω από τα άγρυπνα βλέμματα των φρουρών, σταμάτησαν να κοροϊδεύουν μέσα από στίχους και μελωδίες το Βασιλιά.

Αλλά ούτε αυτό αποδείχτηκε αρκετό.

Χωρίς βιβλία και χωρίς μουσική, οι άνθρωποι εξέφραζαν τις σκέψεις τους μέσα από αυτοσχέδιες παραστάσεις που στήνονταν πρόχειρα στις αγορές και τις πλατείες του βασιλείου. Δεκάδες αυτοδίδακτοι ηθοποιοί ταξίδευαν από τη μία άκρη του βασιλείου στην άλλη παίζοντας παραστάσεις για τη ζωή, το θάνατο και όλα όσα σχετίζονται με αυτά. Ο Βασιλιάς συνέχιζε όμως να φοβάται – πόσο καιρό θα τους έπαιρνε μέχρι να ξανάρχιζαν να τον κοροϊδεύουν; Διέταξε λοιπόν τους φρουρούς του να εμφανίζονται ντυμμένοι σαν απλοί χωρικοί ανάμεσα στους θεατές και να ξεκινάνε καυγάδες, να σκοτώνουν χωρίς αιτία και να κάνουν τέλος πάντων ό,τι χρειαζόταν μέχρι να πειστούν οι υπηκόοι του ότι ήταν επικίνδυνη η συμμετοχή τους σε αυτές. Με τον καιρό, οι παραστάσεις μειώθηκαν. Οι ηθοποιοί φοβούμενοι για τη ζωή τους σταμάτησαν να ταξιδεύουν στο βασίλειο και οι λιγοστές παραστάσεις που ανέβαιναν ήταν ανέπνευστες και αδιάφορες.

Χωρίς βιβλία να εξιστορούν τη δειλία του, χωρίς μουσική να μετατρέπει σε μελωδία τις πιο ατυχείς στιγμές της ζωή του και χωρίς το θέατρο να αναπαριστά την τρομαγμένη του ζωή, ο Βασιλιάς θεώρησε πως ήταν πλέον ασφαλής.

Και ήταν.

Οι άνθρωποι μετά από όλα αυτά είχαν σταματήσει πια να σκέφτονται ελεύθερα – δε μπορούσαν να εκφράσουν τις σκέψεις τους, άρα ποιός ο λόγος να μπαίνουν στον κόπο να τις κάνουν;

Ξέχασαν να γράφουν, οπότε όλες τους οι ελευθερίες ήταν στη διακριτική ευχαίρεια του Βασιλιά που ανάλογα με τα κέφια του έκρινε πότε κάτι ήταν νόμιμο και πότε όχι και αποφάσιζε ποιός έχει δίκιο και ποιός άδικο. Ξέχασαν να τραγουδούν και μαζί ξέχασαν να ονειρεύονται, γιατί δεν υπήρχαν πια νότες και στίχοι μαγικοί να τους ταξιδεύουν μακριά και να διώχνουν τα προβλήματα τους έστω και για λίγο. Ξέχασαν ακόμα και να ερωτεύονται, γιατί δεν υπήρχαν πια καταδικασμένοι έρωτες ανάμεσα βασιλοπούλες και φτωχόπαιδα ή ελπίδες για το άλλο τους μισό. Δεν υπήρχαν πια διαφωνίες γιατί δεν υπήρχαν πια πλευρές στα θέματα: υπήρχε μονάχα ο λόγος του Βασιλιά.

Ο Βασιλιάς ζούσε πάντα μέσα στο χρυσό παλάτι του και με τον καιρό άρχισε και ο ίδιος να μπερδεύει τις έννοιες των λέξεων. Αυτό που κάποτε θα έλεγε “φόβος” πλέον το έλεγε “αγάπη” και αυτό που κάποτε θα ονομαζόταν “απόλυτη παράδοση” το έλεγε “υπακοή”. Δε χρειαζόταν πια ούτε καν τους φρουρούς του, γιατί δεν υπήρχε κανείς που να θέλει το κακό του. Δε χρειαζόταν πια προστασία από τίποτα γιατί πίστευε ότι είχε καταφέρει να σκοτώσει το κακό από τη ρίζα του: οι άνθρωποι πλέον τον “αγαπούσαν”. Τους έδιωξε λοιπόν από το παλάτι και κράτησε μονάχα τους υπηρέτες του, η δουλειά των οποίων ήταν απλά να φροντίζουν η κάθε του επιθυμία να γίνεται διαταγή για το λαό. Η διαταγή ίσως είναι βαρία λέξη – δε χρειαζόταν να διατάξει πια, απλά άνοιγε το στόμα του και οι άνθρωποι εκτελούσαν.

Χρόνια μετά, όταν ο Βασιλιάς ήταν στα τελευταία του και οι άνθρωποι του βασιλείου είχαν πια μετατραπεί σε άψυχες μάζες από σάρκα και κόκκαλα που υπηρετούσαν χωρίς να κριτικάρουν και χωρίς να αντιτίθονται τις επιθυμίες του, ένας τεράστιος στρατός εμφανίστηκε στις πύλες της πόλης. Ο Βασιλιάς θεώρησε πως ήταν απόλυτα ασφαλής – οι άνθρωποι άλλωστε τον αγαπούσαν και θα τον προστάτευαν. Όταν οι πύλες έπεσαν, δεν υπήρξε ούτε ένας που να ήθελε να αντιτεθεί στους στρατιώτες που περικύκλωσαν το παλάτι του. Δεν ακούστηκε ούτε ένα σπαθί και δεν έμφανίστηκε ούτε ένα βέλος στον ουρανό. Άλλωστε για αυτούς μια αλλαγή στο παλάτι θα ήταν απλά ένα νέο όνομα στις πύλες του παλατιού και τίποτα παραπάνω.

Και τη στιγμή που ο αρχηγός του στρατού έμπηγε το κοφτερό σπαθί του στην καρδιά του Βασιλιά η τελευταία του σκέψη ήταν και ο μεγαλύτερος φόβος που ένιωσε στη δειλή και φοβισμένη ζωή του:

“Θεέ μου, τι έκανα;”

Και πριν τα μάτια του κλείσουν για τελευταία φορά, σε ένα δωμάτιο γεμάτο ανθρώπους που επιθυμούσαν το θάνατό του και με την απόλυτη ησυχία μιας χώρας για την οποία ο θάνατός του ήταν απλά ακόμα μια ημέρα ανάμεσα στις χιλιάδες άλλες ημέρες, συνειδητοποίησε ότι δε θα υπήρχε ποτέ ούτε σε ένα βιβλίο, ότι δε θα τραγουδιόταν ποτέ ούτε ένα τραγούδι για αυτόν και ότι δε θα υπήρχε ούτε ένας που να μπορούσε να αναπαριστήσει τη ζωή και το θάνατό του.

Δε θα κυλούσε ούτε ένα δάκρυ για αυτόν.

Πολύ σύντομα θα ήταν σα να μην είχε υπάρξει ποτέ.

Και με τη σκέψη αυτή, βυθίστηκε στη λήθη.

Για όλους.

Comments

Popular posts from this blog

Τα βατραχάκια στο αφρόγαλο...

Words fade?

Home is where what is?